Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσογειακός η μεσογειακή το μεσογειακό
      γενική του μεσογειακού της μεσογειακής του μεσογειακού
    αιτιατική τον μεσογειακό τη μεσογειακή το μεσογειακό
     κλητική μεσογειακέ μεσογειακή μεσογειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσογειακοί οι μεσογειακές τα μεσογειακά
      γενική των μεσογειακών των μεσογειακών των μεσογειακών
    αιτιατική τους μεσογειακούς τις μεσογειακές τα μεσογειακά
     κλητική μεσογειακοί μεσογειακές μεσογειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσογειακός < Μεσόγει(ος) + -ακός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.so.ʝi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σο‐γει‐α‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

μεσογειακός

  1. που αναφέρεται στη Μεσόγειο θάλασσα, τις χώρες που βρέχονται από αυτήν, τους λαούς τους και τους πολιτισμούς τους
    Το εστιατόριο μας προσφέρει σπιτική μεσογειακή κουζίνα.

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία