mare
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- (θηλαστικό ζώο) η φοράδα
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mare < φραγκική *mara
Προφορά
επεξεργασίαΟμώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mare | mares |
mare (fr) θηλυκό
- ο νερόλακκος, η λιμνούλα, το τέλμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαmare (eo)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmare (it) αρσενικό
- η θάλασσα
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmare (la) ουδέτερο
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | măre | măria |
γενική | măris | mărium |
δοτική | mărī | măribus |
αιτιατική | măre | măria |
κλητική | măre | măria |
αφαιρετική | mări | măribus |
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmare (ro)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmare (ro) θηλυκό
- η θάλασσα