Ουσιαστικό

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
mare < φραγκική *mara

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maʁ/
 

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mare mares

mare (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
mare < mar- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

mare (eo)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mare (it) αρσενικό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mare (la) ουδέτερο

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική măre măria
γενική măris mărium
δοτική mărī măribus
αιτιατική măre măria
κλητική măre măria
αφαιρετική mări măribus
(γ' κλίση)



  Επίθετο

επεξεργασία

mare (ro)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mare (ro) θηλυκό