Δείτε επίσης: βιβλιοπωλείο
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βιβλιοπωλεῖον τὰ βιβλιοπωλεῖ
      γενική τοῦ βιβλιοπωλείου τῶν βιβλιοπωλείων
      δοτική τῷ βιβλιοπωλεί τοῖς βιβλιοπωλείοις
    αιτιατική τὸ βιβλιοπωλεῖον τὰ βιβλιοπωλεῖ
     κλητική ! βιβλιοπωλεῖον βιβλιοπωλεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βιβλιοπωλείω
γεν-δοτ τοῖν  βιβλιοπωλείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βιβλιοπωλεῖον < βιβλιοπώλ(ης) + -εῖον

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιβλιοπωλεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία