Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρτοταινία οι χαρτοταινίες
      γενική της χαρτοταινίας των χαρτοταινιών
    αιτιατική τη χαρτοταινία τις χαρτοταινίες
     κλητική χαρτοταινία χαρτοταινίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτοταινία < χαρτί + ταινία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτοταινία θηλυκό, πληθυντικός χαρτοταινίες

  1. οποιαδήποτε χάρτινη ταινία
  2. συνηθέστερα η χάρτινη κολλητική ταινία που χρησιμοποιείται ως όριο βαφής επιφανειών

  Μεταφράσεις επεξεργασία