ταινιωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαταινιωτός, -ή, -ό
- (λόγιο) που έχει τη μορφή ταινίας
- (λόγιο) που αποτελείται από ταινίες
- (αρχαιολογία) που αφορά αρχαιολογικό εύρημα που φέρει μοτίβα (χαραγμένα ή ανάγλυφα) με μορφή ταινίας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ταινία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταινιωτός
|