↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταινιωτός η ταινιωτή το ταινιωτό
      γενική του ταινιωτού της ταινιωτής του ταινιωτού
    αιτιατική τον ταινιωτό την ταινιωτή το ταινιωτό
     κλητική ταινιωτέ ταινιωτή ταινιωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταινιωτοί οι ταινιωτές τα ταινιωτά
      γενική των ταινιωτών των ταινιωτών των ταινιωτών
    αιτιατική τους ταινιωτούς τις ταινιωτές τα ταινιωτά
     κλητική ταινιωτοί ταινιωτές ταινιωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταινιωτός < ταινία + -ωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

ταινιωτός, -ή, -ό

  1. (λόγιο) που έχει τη μορφή ταινίας
  2. (λόγιο) που αποτελείται από ταινίες
  3. (αρχαιολογία) που αφορά αρχαιολογικό εύρημα που φέρει μοτίβα (χαραγμένα ή ανάγλυφα) με μορφή ταινίας

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία