πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εχινόκοκκος οι εχινόκοκκοι
      γενική του εχινόκοκκου
& εχινοκόκκου
των εχινόκοκκων
& εχινοκόκκων
    αιτιατική τον εχινόκοκκο τους εχινόκοκκους
& εχινοκόκκους
     κλητική εχινόκοκκε εχινόκοκκοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εχινόκοκκος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία