echinococcus
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- echinococcus < νεολατινική echinococcus < αρχαία ελληνική ἐχῖνος + κόκκος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- echinococcus < αρχαία ελληνική ἐχῖνος + κόκκος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
echinococcus (la) αρσενικό