Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
movie movies

movie (en) (κινηματογράφος, ειδικά αμερικανικά αγγλικά)

  1. η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ
    Tonight we will watch a movie at the movie theater.
    Απόψε θα δούμε ταινία στον κινηματογράφο.
     συνώνυμα: film
  2. (μόνο πληθυντικός, the movies) ο κινηματογράφος, το σινεμά, η δραστηριότητα κατά την οποία πηγαίνω σε έναν κινηματογράφο για να δω μια ταινία
    Tonight we will watch a movie at the movies.
    Απόψε θα δούμε ταινία στον κινηματογράφο.
    What’s playing today at the movies in your neighborhood?
    Τι παίζει σήμερα στο σινεμά της γειτονιάς σου;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cinema
  3. (μόνο πληθυντικός, the movies) ο κινηματογράφος, το σινεμά, η τέχνη ή βιομηχανία των ταινιών
    The magic of the movies.
    Η μαγεία του κινηματογράφου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cinema