cinema
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cinema | cinemas |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcinema (en)
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά) το σινεμά, ο κινηματογράφος, το κτίριο
- ↪ The cinema’s theater was full of people.
- Η αίθουσα του κινηματογράφου ήταν γεμάτη κόσμο.
- ≈ συνώνυμα: movie theater και theater (συνήθως αμερικανικά αγγλικά)
- ↪ The cinema’s theater was full of people.
- (μόνο ενικός, βρετανικά αγγλικά, the cinema) το σινεμά, ο κινηματογράφος, η δραστηριότητα κατά την οποία πηγαίνω σε έναν κινηματογράφο για να δω μια ταινία
- ↪ Tonight we will watch a movie at the cinema.
- Απόψε θα δούμε ταινία στο σινεμά.
- ≈ συνώνυμα: the movies (αμερικανικά αγγλικά)
- ↪ Tonight we will watch a movie at the cinema.
- (μη μετρήσιμο, ενικός, ειδικά βρετανικά αγγλικά) το σινεμά, ο κινηματογράφος, η τέχνη ή βιομηχανία των ταινιών
- ↪ Greek cinema started in the 20s.
- Ο ελληνικός κινηματογράφος ξεκίνησε στη δεκαετία του '20.
- ≈ συνώνυμα: the movies (ειδικά αμερικανικά αγγλικά)
- ↪ Greek cinema started in the 20s.
Πηγές
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcinema (it)
- το σινεμά
- ο κινηματογράφος
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcinema (ca)
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
cinema | cinemas |
cinema (pt) αρσενικό
- το σινεμά
- ο κινηματογράφος