πορνικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πορνικός | η | πορνική | το | πορνικό |
γενική | του | πορνικού | της | πορνικής | του | πορνικού |
αιτιατική | τον | πορνικό | την | πορνική | το | πορνικό |
κλητική | πορνικέ | πορνική | πορνικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πορνικοί | οι | πορνικές | τα | πορνικά |
γενική | των | πορνικών | των | πορνικών | των | πορνικών |
αιτιατική | τους | πορνικούς | τις | πορνικές | τα | πορνικά |
κλητική | πορνικοί | πορνικές | πορνικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πορνικός < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πορνικός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πορνικός
|