πορνεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πορνεύομαι < αρχαία ελληνική πορνεύομαι « πορνεύω < πόρνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /porˈne.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πορ‐νεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαπορνεύομαι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- εκπορνεύομαι
- → δείτε τη λέξη πόρνη
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πορνεύομαι | πορνευόμουν(α) | θα πορνεύομαι | να πορνεύομαι | ||
β' ενικ. | πορνεύεσαι | πορνευόσουν(α) | θα πορνεύεσαι | να πορνεύεσαι | (πορνεύου) | |
γ' ενικ. | πορνεύεται | πορνευόταν(ε) | θα πορνεύεται | να πορνεύεται | ||
α' πληθ. | πορνευόμαστε | πορνευόμαστε πορνευόμασταν |
θα πορνευόμαστε | να πορνευόμαστε | ||
β' πληθ. | πορνεύεστε | πορνευόσαστε πορνευόσασταν |
θα πορνεύεστε | να πορνεύεστε | (πορνεύεστε) | |
γ' πληθ. | πορνεύονται | πορνεύονταν πορνευόντουσαν |
θα πορνεύονται | να πορνεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πορνεύτηκα | θα πορνευτώ | να πορνευτώ | πορνευτεί | ||
β' ενικ. | πορνεύτηκες | θα πορνευτείς | να πορνευτείς | πορνεύσου | ||
γ' ενικ. | πορνεύτηκε | θα πορνευτεί | να πορνευτεί | |||
α' πληθ. | πορνευτήκαμε | θα πορνευτούμε | να πορνευτούμε | |||
β' πληθ. | πορνευτήκατε | θα πορνευτείτε | να πορνευτείτε | πορνευτείτε | ||
γ' πληθ. | πορνεύτηκαν πορνευτήκαν(ε) |
θα πορνευτούν(ε) | να πορνευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πορνευτεί | είχα πορνευτεί | θα έχω πορνευτεί | να έχω πορνευτεί | πορνευμένος | |
β' ενικ. | έχεις πορνευτεί | είχες πορνευτεί | θα έχεις πορνευτεί | να έχεις πορνευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει πορνευτεί | είχε πορνευτεί | θα έχει πορνευτεί | να έχει πορνευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πορνευτεί | είχαμε πορνευτεί | θα έχουμε πορνευτεί | να έχουμε πορνευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε πορνευτεί | είχατε πορνευτεί | θα έχετε πορνευτεί | να έχετε πορνευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πορνευτεί | είχαν πορνευτεί | θα έχουν πορνευτεί | να έχουν πορνευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πορνεύομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- πορνεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πορνεύομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)