πόρνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πόρνος | οι | πόρνοι |
γενική | του | πόρνου | των | πόρνων |
αιτιατική | τον | πόρνο | τους | πόρνους |
κλητική | πόρνε | πόρνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πόρνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πόρνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpoɾ.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πόρ‐νος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπόρνος αρσενικό (θηλυκό πόρνη)
- άντρας που, όπως οι γυναίκες πόρνες, προσφέρει σεξουαλικές υπηρεσίες έναντι χρημάτων [1]
- άντρας που έρχεται συχνά σε επαφή με πόρνες [2]
- (γενικότερα) άντρας ακόλαστος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πόρνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πόρνος | οἱ | πόρνοι |
γενική | τοῦ | πόρνου | τῶν | πόρνων |
δοτική | τῷ | πόρνῳ | τοῖς | πόρνοις |
αιτιατική | τὸν | πόρνον | τοὺς | πόρνους |
κλητική ὦ! | πόρνε | πόρνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πόρνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πόρνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- πόρνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.