• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πορνίδιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορνίδιο τα πορνίδια
      γενική του πορνιδίου
& πορνίδιου
των πορνιδίων
    αιτιατική το πορνίδιο τα πορνίδια
     κλητική πορνίδιο πορνίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πορνίδιο < αρχαία ελληνική πορνίδιον < πόρνη + -ίδιον < πέρνυμι.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πορνίδιο ουδέτερο

  1. (απαξιωτικό) πόρνη
  2. (μειωτικό) νεαρή κοπέλα που έχει πολλούς παράλληλους συντρόφους ή αλλάζει συχνά συντρόφους, διακορευμένη

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • πουτανάκι
  • λολίτα
  • τρυπιοκώλα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πορνίδιο
  • αγγλικά : ho (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πορνίδιο&oldid=5704451"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιουνίου 2023, στις 05:57

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιουνίου 2023, στις 05:57.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας