μαύλισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαύλισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαυλίζω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μαυλίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαύλισμα
|
μαύλισμα ουδέτερο
|