Ετυμολογία

επεξεργασία
souteneur < soutenir

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sut.nœʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
souteneur souteneurs

souteneur (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) ο υποστηρικτής, ο φίλος
     συνώνυμα: défenseur, partisan
  2. ο μαστροπός, ο νταβατζής
     συνώνυμα: barbeau, maquereau, marlou, proxénète

Συγγενικά

επεξεργασία