défenseur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | défenseur | défenseurs |
θηλυκό | défenseuse | défenseuses |
défenseur (fr) αρσενικό
- ο υπέρμαχος
- ο αμυνόμενος
- ο υποστηρικτής
- o υπερασπιστής