soutenu
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- soutenu < soutenir
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soutenu | soutenus |
θηλυκό | soutenue | soutenues |
soutenu (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soutenu | soutenus |
θηλυκό | soutenue | soutenues |
soutenu (fr)