ενικός         πληθυντικός  
partisan partisans

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

partisan (en)

  1. ο στρατευμένος σε μια ιδέα, σκοπό, κόμμα κλπ
  2. ο παρτιζάνος



      ενικός         πληθυντικός  
partisan partisans

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

partisan (fr) αρσενικό

  1. ο οπαδός
  2. ο παρτιζάνος , ο αντάρτης