Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στρατευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στρατευμέν
ος
η
στρατευμέν
η
το
στρατευμέν
ο
γενική
του
στρατευμέν
ου
της
στρατευμέν
ης
του
στρατευμέν
ου
αιτιατική
τον
στρατευμέν
ο
τη
στρατευμέν
η
το
στρατευμέν
ο
κλητική
στρατευμέν
ε
στρατευμέν
η
στρατευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στρατευμέν
οι
οι
στρατευμέν
ες
τα
στρατευμέν
α
γενική
των
στρατευμέν
ων
των
στρατευμέν
ων
των
στρατευμέν
ων
αιτιατική
τους
στρατευμέν
ους
τις
στρατευμέν
ες
τα
στρατευμέν
α
κλητική
στρατευμέν
οι
στρατευμέν
ες
στρατευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στρατευμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
στρατεύομαι
Μετοχή
επεξεργασία
στρατευμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
στρατεύομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στρατευμένος
γαλλικά
:
engagé
(fr)
,
enrôlé
(fr)