Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρατευμένος η στρατευμένη το στρατευμένο
      γενική του στρατευμένου της στρατευμένης του στρατευμένου
    αιτιατική τον στρατευμένο τη στρατευμένη το στρατευμένο
     κλητική στρατευμένε στρατευμένη στρατευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρατευμένοι οι στρατευμένες τα στρατευμένα
      γενική των στρατευμένων των στρατευμένων των στρατευμένων
    αιτιατική τους στρατευμένους τις στρατευμένες τα στρατευμένα
     κλητική στρατευμένοι στρατευμένες στρατευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στρατεύομαι

  Μετοχή επεξεργασία

στρατευμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία