entremetteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- entremetteur < s'entremettre
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɑ̃.tʁə.mɛ.tœʁ/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | entremetteur | entremetteurs |
θηλυκό | entremetteuse | entremetteuses |
entremetteur (fr)
- o προξενητής, o προαγωγός