Ετυμολογία

επεξεργασία
marieur < marier + -eur

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.ʁjœʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
marieur marieurs

marieur (fr) αρσενικό (θηλυκό: marieuse)