proxénétisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- proxénétisme < proxénète
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pʁɔ.kse.ne.tism/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
proxénétisme | proxénétismes |
proxénétisme (fr) αρσενικό
- η μαστροπεία, η σωματεμπορία