μαστροπεία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μαστροπεία < αρχαία ελληνική μαστροπεία < μαστροπός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαστροπεία θηλυκό
- η εξώθηση ενός ατόμου στην πορνεία και η εκμετάλλευσή του
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μαστροπεία