Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαστρός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαστρός
<
μαίομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαστρός
αρσενικό
τίτλος αξιωματούχου με οικονομικές αρμοδιότητες
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μαστήρ
μαστροπός