μαστήρ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαστήρ < μαίομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαστήρ αρσενικό
- αυτός που ψάχνει, που αναζητεί κάτι
- αξιωματούχος της αρχαίας Αθήνας, αρμόδιος για την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που ανήκαν σε οφειλέτες του δημοσίου και εξόριστους