↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαστροπικός η μαστροπική το μαστροπικό
      γενική του μαστροπικού της μαστροπικής του μαστροπικού
    αιτιατική τον μαστροπικό τη μαστροπική το μαστροπικό
     κλητική μαστροπικέ μαστροπική μαστροπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαστροπικοί οι μαστροπικές τα μαστροπικά
      γενική των μαστροπικών των μαστροπικών των μαστροπικών
    αιτιατική τους μαστροπικούς τις μαστροπικές τα μαστροπικά
     κλητική μαστροπικοί μαστροπικές μαστροπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαστροπικός < ελληνιστική κοινή μαστροπικός[1] < αρχαία ελληνική μαστροπός

  Επίθετο

επεξεργασία

μαστροπικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μαστροπικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.