ντάβα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντάβα | οι | ντάβες |
γενική | της | ντάβας | των | νταβών |
αιτιατική | την | ντάβα | τις | ντάβες |
κλητική | ντάβα | ντάβες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντάβα < από το νταβατζής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντάβα θηλυκό και νταβατζής, νταβάς
- → δείτε τη λέξη νταβατζής