πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιερόδουλη οι ιερόδουλες
      γενική της ιερόδουλης των ιερόδουλων
    αιτιατική την ιερόδουλη τις ιερόδουλες
     κλητική ιερόδουλη ιερόδουλες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.eˈro.ðu.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιερόδουλη

Ουσιαστικό

επεξεργασία