Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλντεριμιτζού οι καλντεριμιτζούδες
      γενική της καλντεριμιτζούς των καλντεριμιτζούδων
    αιτιατική την καλντεριμιτζού τις καλντεριμιτζούδες
     κλητική καλντεριμιτζού καλντεριμιτζούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλντεριμιτζού < καλντερίμ(ι) + -ιτζού, θηλυκό του -ιτζής, Η οθωμανική τουρκική قالديريمجي‎ (τουρκική: kaldırımcı), για άντρα που τριγυρνάει στους δρόμους.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kal.de.ɾi.miˈd͡zu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλ‐ντε‐ρι‐μι‐τζού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλντεριμιτζού θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία