temple
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
temple | temples |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
temple (en)
- (αρχιτεκτονική, θρησκεία) ο ναός
- ⮡ The restoration work of the temple revealed an older layer with wall paintings.
- Τα έργα της αναστήλωσης του ναού αποκάλυψαν ένα παλαιότερο στρώμα με τοιχογραφίες.
- ⮡ The restoration work of the temple revealed an older layer with wall paintings.
- (ανθρώπινο σώμα) ο κρόταφος
- (για σκελετό γυαλιών) βραχίονας