Ουσιαστικό

επεξεργασία

templum (la) ουδέτερο

Απόγονοι

επεξεργασία

templum (λατινικά)

ισπανικά: templo
ιταλικά: tempio
μεσαιωνικά ελληνικά: τέμπλον
νέα ελληνικά: τέμπλο
δυτική πρωτογερμανική *templ
αγγλοσαξονικά tempel
μέση αγγλική tempel, temple
αγγλικά: temple
παλαιά άνω γερμανικά tempal
μέση άνω γερμανική temple
γερμανικά: Templel
παλαιά γαλλικά: temple
γαλλικά: temple

→ και δείτε  templum#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό