Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πουτάνα οι πουτάνες
      γενική της πουτάνας
    αιτιατική την πουτάνα τις πουτάνες
     κλητική πουτάνα πουτάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

πουτάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική puttana < λατινική putta (πόρνη) < puta (κορίτσι) < puer < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pu-

  Προφορά

ΔΦΑ : /puˈta.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: που‐τά‐να

  Ουσιαστικό

πουτάνα θηλυκό

  1. (χυδαίο, επάγγελμα) η πόρνη
  2. (χυδαίο, μεταφορικά) υποτιμητικός όρος για γυναίκα, κυρίως για να τη χαρακτηρίσει ύπουλη

Εκφράσεις

  • γίνεται της πουτάνας ή της πουτάνας το κάγκελο : → δείτε την έκφραση: χαλάει ο κόσμος
  • πουτάνα όλαδείτε την έκφραση: πανικός
  • γαμώ την πουτάνα μου (χυδαία έκφραση ένδειξης αγανάκτησης και θυμού)
  • θα την γαμήσω την πουτάνα: μεταφροικά: θα την κάνω να πληρώσει ακριβά/ κυριολεκτικά: θα συνευρεθώ μαζί της
  • παλιοπουτάνα (βρισιά)
  • πουτανόσπερμα άνθρωπος που προέρχεται απο μάνα ιερόδουλη/ρατσιστικός και ασεβής χαρακτηρισμός

Συγγενικά

Σύνθετα

  Μεταφράσεις

  Πηγές

  • Για τα συγγενικά και σύνθετα, βλ. Ηλίας Πετρόπουλος (²1980), Το μπουρδέλο. Αθήνα: Γράμματα, σελ. 9.