πουτανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπουτανίζω
- (λαϊκότροπο) συμπεριφέρομαι σαν πουτάνα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πουτάνα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πουτανίζω | πουτάνιζα | θα πουτανίζω | να πουτανίζω | πουτανίζοντας | |
β' ενικ. | πουτανίζεις | πουτάνιζες | θα πουτανίζεις | να πουτανίζεις | πουτάνιζε | |
γ' ενικ. | πουτανίζει | πουτάνιζε | θα πουτανίζει | να πουτανίζει | ||
α' πληθ. | πουτανίζουμε | πουτανίζαμε | θα πουτανίζουμε | να πουτανίζουμε | ||
β' πληθ. | πουτανίζετε | πουτανίζατε | θα πουτανίζετε | να πουτανίζετε | πουτανίζετε | |
γ' πληθ. | πουτανίζουν(ε) | πουτάνιζαν πουτανίζαν(ε) |
θα πουτανίζουν(ε) | να πουτανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πουτάνισα | θα πουτανίσω | να πουτανίσω | πουτανίσει | ||
β' ενικ. | πουτάνισες | θα πουτανίσεις | να πουτανίσεις | πουτάνισε | ||
γ' ενικ. | πουτάνισε | θα πουτανίσει | να πουτανίσει | |||
α' πληθ. | πουτανίσαμε | θα πουτανίσουμε | να πουτανίσουμε | |||
β' πληθ. | πουτανίσατε | θα πουτανίσετε | να πουτανίσετε | πουτανίστε | ||
γ' πληθ. | πουτάνισαν πουτανίσαν(ε) |
θα πουτανίσουν(ε) | να πουτανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πουτανίσει | είχα πουτανίσει | θα έχω πουτανίσει | να έχω πουτανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πουτανίσει | είχες πουτανίσει | θα έχεις πουτανίσει | να έχεις πουτανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πουτανίσει | είχε πουτανίσει | θα έχει πουτανίσει | να έχει πουτανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πουτανίσει | είχαμε πουτανίσει | θα έχουμε πουτανίσει | να έχουμε πουτανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πουτανίσει | είχατε πουτανίσει | θα έχετε πουτανίσει | να έχετε πουτανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πουτανίσει | είχαν πουτανίσει | θα έχουν πουτανίσει | να έχουν πουτανίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πουτανίζω
|