λωποδύτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λωποδύτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λωποδύτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lo.poˈði.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λω‐πο‐δύ‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλωποδύτης αρσενικό (θηλυκό λωποδύτρια ή λωποδίτισσα)
- ο κλέφτης
- ο απατεώνας
- ※ Σιωπὴ καὶ φρίκη βασιλεύει! / τώρα κλαῖν τοὺς ἄνδρας των ἡ χήραις / κάθε λωποδύτης τώρα κλέβει, / τώρα ρουχαλίζουν κι' οἱ κλητῆρες. (Γεώργιος Σουρής, Νύκτα, 1887)
Συγγενικά
επεξεργασία- λωποδυσία
- λωποδυτάκος (υποκοριστικό)
- λωποδυτικός
- λωποδύτισσα
- λωποδύτρια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λωποδύτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λωποδύτης | οἱ | λωποδύται |
γενική | τοῦ | λωποδύτου | τῶν | λωποδυτῶν |
δοτική | τῷ | λωποδύτῃ | τοῖς | λωποδύταις |
αιτιατική | τὸν | λωποδύτην | τοὺς | λωποδύτᾱς |
κλητική ὦ! | λωποδύτᾰ | λωποδύται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λωποδύτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λωποδύταιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λωποδύτης < (λώπη ή λῶπος (ένδυμα)) μεταπτωτική βαθμίδα λωπ- του λέπω + -ο- + -δύτης < δύω (βυθίζω, βουτώ), «αυτός που κλέβει ρούχα» [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλωποδύτης, -ου αρσενικό
- ο κλέφτης ρούχων
- (γενικότερα) ο παλιάνθρωπος, κλέφτης, ο ληστής ή ο λογοκλόπος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- λωποδύτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λωποδύτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.