λωποδυσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λωποδυσία < ελληνιστική κοινή λωποδυσία < αρχαία ελληνική λωποδύτης < λῶπος / λώπη + δύτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
λωποδυσία θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λωποδύτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
λωποδυσία
|