Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λωποδύτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λωποδύτρι
α
οι
λωποδύτρι
ες
γενική
της
λωποδύτρι
ας
των
λωποδυτρι
ών
αιτιατική
τη
λωποδύτρι
α
τις
λωποδύτρι
ες
κλητική
λωποδύτρι
α
λωποδύτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λωποδύτρια
<
λωποδύτης
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λωποδύτρια
θηλυκό
θηλυκό
του
λωποδύτης
Άλλες μορφές
επεξεργασία
λωποδύτισσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λωποδύτρια
γαλλικά
:
escroc
(fr)