λογοκλόπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λογοκλόπος < λογοκλοπ(ή) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)[1] < ελληνιστική κοινή λογοκλοπία < αρχαία ελληνική λογο- + κλέπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλογοκλόπος αρσενικό ή θηλυκό
- που αντιγράφει τα λόγια ή το κείμενο ενός άλλου και τα παρουσιάζει ως δικά του
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λογοκλόπος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λογοκλόπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας