αντιγραφέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | αντιγραφέας | οι | αντιγραφείς |
γενική | του του/της |
αντιγραφέα αντιγραφέως |
των | αντιγραφέων |
αιτιατική | τον/την | αντιγραφέα | τους/τις | αντιγραφείς |
κλητική | αντιγραφέα | αντιγραφείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντιγραφέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιγραφεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιγραφέας αρσενικό ή θηλυκό
- που αντιγράφει ένα κείμενο