Ετυμολογία

επεξεργασία
-κλόπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -κλόπος (επίθετο ή αρσενικό ουσιασικό) < κλέπτω → δείτε και τη λέξη κλέβω

  Επίθημα

επεξεργασία

-κλόπος αρσενικό ή θηλυκό

όπως ενδεικτικά:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
-κλόπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -κλόπος < κλέπτω

  Επίθημα

επεξεργασία

-κλόπος αρσενικό

όπως





  Ετυμολογία

επεξεργασία
-κλόπος < κλέπτω, θέμα κλοπ- + -ος ή (ελληνιστική κοινή) κλοπός (κλέφτης), τύπος του κλώψ

  Επίθημα

επεξεργασία

-κλόπος ή -κλοπος