Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηλοκλόπος < αρχαία ελληνική μῆλ(ον) (πρόβατο) + -ο- + -κλόπος

  Επίθετο επεξεργασία

μηλοκλόπος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία