βιβλιοκλόπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβιβλιοκλόπος αρσενικό ή θηλυκό
- που κλέβει βιβλία
- που παρουσιάζει ως δικά του συγγραφικά έργα, βιβλία που έχουν συγγράψει ή επιμεληθεί άλλοι
- που παράνομα ανατυπώνει και εμπορεύεται βιβλία
Συγγενικά
επεξεργασία- βιβλιοκλοπή
- → και δείτε τις λέξεις βιβλίο και κλέβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιβλιοκλόπος
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)