λογοκόπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λογοκόπος < λογο(κοπώ) (αρχαία ελληνική λογο-, λογοκοπέω, -ῶ) + -κόπος (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
λογοκόπος αρσενικό ή θηλυκό
- που λέει μεγάλα λόγια, που υπόσχεται πολλά και δεν κάνει τίποτε
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογοκόπος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λογοκόπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας