Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογοκοπώ < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική λογοκοπῶ < λογο- + -κοπώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lo.ɣo.koˈpo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λο‐γο‐κο‐πώ

  Ρήμα επεξεργασία

λογοκοπώ, πρτ.: λογοκοπούσα, αόρ.: λογοκόπησα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία