Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νταβατζιλίκι τα νταβατζιλίκια
      γενική του νταβατζιλικιού των νταβατζιλικιών
    αιτιατική το νταβατζιλίκι τα νταβατζιλίκια
     κλητική νταβατζιλίκι νταβατζιλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νταβατζιλίκι < νταβατζ(ής) + -ιλίκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νταβατζιλίκι ουδέτερο

  1. η ασχολία και οι πρακτικές του νταβατζή
  2. οποιαδήποτε πρακτική μοιάζει να μιμείται στις κοινωνικές σχέσεις την ιδιότυπη σχέση "προστασίας" μεταξύ προαγωγού-προστάτη και πόρνης, η καλλιέργεια των πελατειακών σχέσεων εκ μέρους των ισχυρών προκειμένου αυτοί να εδραιώσουν τη θέση τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία