νταβατζιλίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νταβατζιλίκι | τα | νταβατζιλίκια |
γενική | του | νταβατζιλικιού | των | νταβατζιλικιών |
αιτιατική | το | νταβατζιλίκι | τα | νταβατζιλίκια |
κλητική | νταβατζιλίκι | νταβατζιλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νταβατζιλίκι < νταβατζ(ής) + -ιλίκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίανταβατζιλίκι ουδέτερο
- η ασχολία και οι πρακτικές του νταβατζή
- οποιαδήποτε πρακτική μοιάζει να μιμείται στις κοινωνικές σχέσεις την ιδιότυπη σχέση "προστασίας" μεταξύ προαγωγού-προστάτη και πόρνης, η καλλιέργεια των πελατειακών σχέσεων εκ μέρους των ισχυρών προκειμένου αυτοί να εδραιώσουν τη θέση τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία νταβατζιλίκι
|