προστατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προστατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική prostatique[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prostatic[2] < prostate < αρχαία ελληνική προστάτης (που στέκεται μπροστά) < προΐστημι < πρό + ἵστημι
Επίθετο
επεξεργασίαπροστατικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προστάτης
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ προστατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 προστατικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)