Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προστατικός η προστατική το προστατικό
      γενική του προστατικού της προστατικής του προστατικού
    αιτιατική τον προστατικό την προστατική το προστατικό
     κλητική προστατικέ προστατική προστατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προστατικοί οι προστατικές τα προστατικά
      γενική των προστατικών των προστατικών των προστατικών
    αιτιατική τους προστατικούς τις προστατικές τα προστατικά
     κλητική προστατικοί προστατικές προστατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προστατικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

προστατικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία