prostatique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pʁɔs.ta.tik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prostatique | prostatiques |
prostatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
prostatique | prostatiques |
prostatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό