αποτυχών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αποτυχών & αποτυχόντας |
η | αποτυχούσα | το | αποτυχόν |
γενική | του | αποτυχόντος & αποτυχόντα |
της | αποτυχούσας & αποτυχούσης* |
του | αποτυχόντος |
αιτιατική | τον | αποτυχόντα | την | αποτυχούσα | το | αποτυχόν |
κλητική | αποτυχών & αποτυχόντα |
αποτυχούσα | αποτυχόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αποτυχόντες | οι | αποτυχούσες | τα | αποτυχόντα |
γενική | των | αποτυχόντων | των | αποτυχουσών | των | αποτυχόντων |
αιτιατική | τους | αποτυχόντες | τις | αποτυχούσες | τα | αποτυχόντα |
κλητική | αποτυχόντες | αποτυχούσες | αποτυχόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποτυχών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποτυχών, μετοχή αορίστου β' του ἀποτυγχάνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.tiˈxon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τυ‐χών
- ομόηχο: αποτυχόν
Μετοχή
επεξεργασίααποτυχών, -ούσα, -όν
- (λόγιο) που απέτυχε, που έχει σημειώσει μια αποτυχία
- άλλες μορφές: αποτυχόντας
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποτυχών