Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυχών
τυχόντας
η τυχούσα το τυχόν
      γενική του τυχόντος
τυχόντα
της τυχούσας
τυχούσης*
του τυχόντος
    αιτιατική τον τυχόντα την τυχούσα το τυχόν
     κλητική τυχών
τυχόντα
τυχούσα τυχόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυχόντες οι τυχούσες τα τυχόντα
      γενική των τυχόντων των τυχουσών των τυχόντων
    αιτιατική τους τυχόντες τις τυχούσες τα τυχόντα
     κλητική τυχόντες τυχούσες τυχόντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυχών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τυχών

  Μετοχή επεξεργασία

τυχών, -ούσα, -όν

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
τῠχοντ-
ονομαστική τυχών τυχοῦσ τὸ τυχόν
      γενική τοῦ τυχόντος τῆς τυχούσης τοῦ τυχόντος
      δοτική τῷ τυχόντ τῇ τυχούσ τῷ τυχόντ
    αιτιατική τὸν τυχόντ τὴν τυχούσᾰν τὸ τυχόν
     κλητική ! τυχών τυχοῦσ τυχόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τυχόντες αἱ τυχοῦσαι τὰ τυχόντ
      γενική τῶν τυχόντων τῶν τυχουσῶν τῶν τυχόντων
      δοτική τοῖς τυχοῦσῐ(ν) ταῖς τυχούσαις τοῖς τυχοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς τυχόντᾰς τὰς τυχούσᾱς τὰ τυχόντ
     κλητική ! τυχόντες τυχοῦσαι τυχόντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τυχόντε τὼ τυχούσ τὼ τυχόντε
      γεν-δοτ τοῖν τυχόντοιν τοῖν τυχούσαιν τοῖν τυχόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

τυχών, -οῦσα, -όν