Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρώτος τυχών < → δείτε τις λέξεις πρώτος και τυχών

  Έκφραση επεξεργασία

πρώτος τυχών

  1. που δεν τον γνωρίζουμε καθόλου, τελείως άγνωστος
  2. ευτελής, ασήμαντος