τυχούσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tiˈxu.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐χού‐σα
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίατυχούσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίατυχούσα
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του τυχών